Έσκυψε μπρος , ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατα, ένωσε τα χέρια του πλέκοντας τα δάχτυλά του και κοίταξε επίμονα τη φωτιά. Εγώ έπαιζα με την κούκλα μου, αλλά τέντωσα τα αυτιά μου για να ακούσω, αφού είχα καταλάβει ότι ξεκινούσε κάποιο παραμύθι.
«Υπάρχει κάποιο μέρος στον ουρανό όπου ζουν άνθρωποι» ξεκίνησε ο Παππούς. «Έχουν μάτια και πάνω από το κεφάλι τους και έτσι μπορούν και βλέπουν προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Αν δώσεις το χέρι σε κάποιον από αυτούς, το χέρι σου θα κολλήσει με το δικό τους και δε θα μπορείς ποτέ να το πάρεις. Μία μέρα, ένας νεαρός άντρας προχωρούσε μέσα στο δάσος όταν του χίμηξε ένα αγρίμι που πετάχτηκε από ένα θάμνο. Ο άντρας φοβήθηκε και πισωπάτισε. Μετά, άρχισε να τρέχει. Το αγρίμι τον κυνήγησε και όλο και τον πλησίαζε. Στο τέλος, ο άντρας άρχισε να σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο για να γλιτώσει από το αγρίμι. Αλλά το αγρίμι άρχισε και αυτό να ανεβαίνει το δέντρο.
-Βοήθησε με, φώναξε ο άντρας, κοιτάζοντας προς τον ουρανό.
-Βοήθησε με, φώναξε ο άντρας, κοιτάζοντας προς τον ουρανό.
Και ξαφνικά, ένα χέρι εμφανίστηκε από τον ουρανό και ο άντρας πιάστηκε από αυτό. Το χέρι του κόλλησε στο άλλο που τον τράβηξε και τον έσωσε ακριβώς τη στιγμή που το αγρίμι θα τον έκανε κομμάτια»
Καθώς η πόλη χανόταν πίσω μας, θυμήθηκα και άλλη μία ιστορία που μας είχε πει ο Παππούς. Εκείνη με τον άνθρωπο που φωνάζει για βοήθεια σ’ αυτούς που βρίσκονται στον ουρανό και μετά σηκώνει το χέρι του και ένα άλλο χέρι τον τραβάει εκεί ψηλά. Αναρωτιόμουν αν ο Παππούς είχε καλέσει για βοήθεια από τα στρατόπεδα, αν είχε σηκώσει το χέρι του για να κολλήσει με το χέρι που τον σήκωσε στην άλλη ζωή. Μια ζωή όπου θα νιώθει ασφαλής, όπου θα μπορεί να κάθεται κοντά σε κάποια φωτιά και να παίζει το σουραύλι του και να μαθαίνει στα μικρά παιδιά την αλφαβήτα.
3 comments:
Καλημέρα! όμορφο παραμυθάκι :))
γλυκυτατη!!
Post a Comment