«Τι σημαίνει “περιπλανώμενος”, Μητέρα;» ρώτησα όταν γύρισα στο σπίτι.
«Περιπλανώμενος είναι αυτός που δεν έχει σπίτι.» Απάντησε η Μητέρα, όταν κατάφερε να σταθεροποιήσει τη φωνή της.
«Εμείς θα γυρίσουμε πάλι;» ξαναρώτησα.
«Δεν ξέρω» , είπε σχεδόν ψιθυριστά.
Εκείνο το βράδυ , καθίσαμε μπροστά στη φωτιά, καρφώνοντας το βλέμμα μας στις φλόγες. Ήταν δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα φεύγαμε το πρωί. Η οικογένεια μου ζούσε σε αυτόν τον τόπο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Λες και είχαμε αναδυθεί από το χώμα, γεννημένοι από τη σάρκα του τόπου, όπως τα δέντρα και τα λουλούδια, με ρίζες βαθιές που φύτρωναν, όχι από τα πόδια μας αλλά από τις καρδιές μας.
Νομίζαμε ότι, αν πέφταμε για ύπνο, αυτό θα σηματοδοτούσε και το τέλος της παραμονής μας. Θα τελείωναν όλες οι βόλτες μας στα χωράφια και στα δάση. Θα τελείωνε η ανάσα του καθαρού βουνίσιου αέρα που όλοι αγαπούσαμε τόσο πολύ. Θα τελείωνε το κούρνιασμα γύρω από τη θαλπωρή της φωτιάς για να ακούσουμε ιστορίες και τραγούδια. Θα τελείωνε ένας κόσμος που δεν θα ξαναβρίσκαμε ποτέ πια.
«Περιπλανώμενος είναι αυτός που δεν έχει σπίτι.» Απάντησε η Μητέρα, όταν κατάφερε να σταθεροποιήσει τη φωνή της.
«Εμείς θα γυρίσουμε πάλι;» ξαναρώτησα.
«Δεν ξέρω» , είπε σχεδόν ψιθυριστά.
Εκείνο το βράδυ , καθίσαμε μπροστά στη φωτιά, καρφώνοντας το βλέμμα μας στις φλόγες. Ήταν δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα φεύγαμε το πρωί. Η οικογένεια μου ζούσε σε αυτόν τον τόπο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Λες και είχαμε αναδυθεί από το χώμα, γεννημένοι από τη σάρκα του τόπου, όπως τα δέντρα και τα λουλούδια, με ρίζες βαθιές που φύτρωναν, όχι από τα πόδια μας αλλά από τις καρδιές μας.
Νομίζαμε ότι, αν πέφταμε για ύπνο, αυτό θα σηματοδοτούσε και το τέλος της παραμονής μας. Θα τελείωναν όλες οι βόλτες μας στα χωράφια και στα δάση. Θα τελείωνε η ανάσα του καθαρού βουνίσιου αέρα που όλοι αγαπούσαμε τόσο πολύ. Θα τελείωνε το κούρνιασμα γύρω από τη θαλπωρή της φωτιάς για να ακούσουμε ιστορίες και τραγούδια. Θα τελείωνε ένας κόσμος που δεν θα ξαναβρίσκαμε ποτέ πια.