Tuesday, January 8, 2008

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Η Αλκυόνη Παπαδάκη

Μια από της μεγαλύτερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας σήμερα..
Μια σύγχρονη μάγισσα του πεζού λόγου που έχει την ικανότητα να εκτινάσσει τις πωλήσεις των βιβλίων της σε δυσθεώρητα ύψη!
Μια ταλαντούχα θηλυκή πένα που ανακάλυψε αχαρτογράφητα κενά μέσα στις ψυχές των χιλιάδων φανατικών της και βεβαίως μοναδικούς τρόπους για να τα γεμίζει…

Η Αλκυόνη Παπαδάκη γεννήθηκε έξω από τα Χανιά. Ένας ποιητής θείος της τής έδειξε «τα χρώματα και τις μυρωδιές της φύσης», ενώ η ονειροπόλα μητέρα της διάβαζε δίπλα στο μαγκάλι «δακρύβρεχτες ιστορίες όπως "Ο Θεαγένης και η Χαρίκλεια"». Στην Αθήνα ήρθε για να σπουδάσει Φιλολογία (έτσι τουλάχιστον είπε στους γονείς της). Αντ' αυτού στρώθηκε να γράψει το πρώτο βιβλίο της, το οποίο κυκλοφόρησε με αυτοχρηματοδότηση: «Έτρωγα φακές για πολύ καιρό προκειμένου να το βγάλω». Ήταν μια πρώτη μορφή της Μπόρας η οποία βρήκε το κοινό της. Γράφτηκαν και κάποιες θετικές κριτικές, θυμάται η Παπαδάκη. Συμπτωματικά το διάβασε και ο Τάσος Βουρνάς, ο οποίος πρότεινε στην 20χρονη τότε πεζογράφο να δοκιμάσει την τύχη της στη δημοσιογραφία Έτσι τα μέσα της δεκαετίας του '60 βρίσκουν την Αλκυόνη Παπαδάκη να καλύπτει τα εργατικά ατυχήματα και συναφή θέματα στην «Αυγή». «Ποτέ δεν μπήκα στο κόμμα. Ποτέ δεν οργανώθηκα κάπου» διαφοροποιεί τη θέση της. Το πραξικόπημα και αργότερα ο γάμος και η ανατροφή του παιδιού την κρατούν μακριά από την εφημερίδα. «Δεν θα μπορούσα άλλωστε να τα κάνω και τα δύο: να κάνω ρεπορτάζ και να γράφω βιβλία. Εγώ με κάθε σελίδα που γράφω νιώθω να αδειάζω την ψυχή μου». Και από πού αντλεί τα θέματά της; «Από τη ζωή την ίδια. Δεν μιλάω για την ιστορία της ζωής μου, όμως, παρ' όλο που υπάρχει σε έναν μεγάλο βαθμό. Υπάρχει φιλτραρισμένη Άλλωστε χρησιμοποιώ επίσης το ιντερμέτζο (όπως ανακάλυψα μετά υπάρχουν τέτοια σημεία και στον "Ερωτόκριτο") για να ξεφεύγω. Είναι σαν να δίνω ένα σημείωμα στην τσεπούλα του αναγνώστη για να πορεύεται».

Χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά τον προφορικό λόγο. Η ζωή της ήταν γεμάτη περιπέτειες. Ήταν πάντοτε ατίθαση και έκανε αντικομφορμιστικές επιλογές. Πάντα αυτό που δεν έπρεπε: «Τα έχω πληρώσει αυτά. Περνάω πάντα από το ταμείο και πληρώνω για τις εμπειρίες μου»λέει η ίδια.

Τα μυθιστορήματα της τροφοδοτούνται από τις αναμνήσεις της και από τις αφηγήσεις φίλων και γνωστών. Δεν εξαντλείται όμως ποτέ το απόθεμα; «Μα εξαντλείται η ίδια η ζωή; Γράφεις ένα βιβλίο με κάποιες εμπειρίες, περνάει ο καιρός και έχεις άλλες εμπειρίες. Δεν τελειώνει ποτέ». Το πιο πρόσφατο Βαρκάρισσα της Χίμαιρας ήταν και το πιο επίπονο να γραφτεί. Αναφέρεται σε «δύσκολες καταστάσεις» και έπρεπε να περάσουν χρόνια «για να μη με πληγώνουν». Τα προηγούμενα μυθιστορήματα της έχουν τίτλους: Το χρώμα του φεγγαριού, Το κόκκινο σπίτι, Σκισμένο ψαθάκι, Η μπόρα, Αμάν... αμάν, Οι κάργιες, Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα (όλα από τις εκδόσεις Καλέντη).

«Είμαι διαφορετική» λέει. Τον τελευταίο χρόνο δεν γράφει κάτι. Ασχολείται με το χτίσιμο του σπιτιού της στη Σαλαμίνα: «Έχω ένα εισόδημα από τα βιβλία μου που μου επιτρέπει να ζω χωρίς να δουλεύω. Όχι πολλά πράγματα αλλά να, ήθελα να αγοράσω οικόπεδο για να έχω σπίτι. Δεν το θέλω το διαμέρισμα». «Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα». «Μου άρεσε στα Σελήνια και είναι στα μέτρα μου.».

Από τις τριακόσιες και πλέον χιλιάδες αντίτυπα που έχουν τυπωθεί μέσα σε λιγότερο από 15 χρόνια ένα 20% έχει διατεθεί δωρεάν, σε φυλακές, άλλα ιδρύματα, βιβλιοθήκες.

«Δεν ήμουν τόσο σκληρή. Δεν υπήρξα. (Όσες φορές το προσπάθησα, τα έκανα θάλασσα. Έδειξα τη σκληρότητά μου ακριβώς εκεί που δεν έπρεπε).

έχει έναν μοναδικό και ασύγκριτο τρόπο να διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή..

Monday, January 7, 2008

Τα χρώματα..




– Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
– Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
– Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
– Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
– Τι χρώμα έχει η χαρά;
– Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
– Και η μοναξιά;
– Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
– Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
– Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
– Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
– …Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
– Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
– Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
– Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε το αστέρι… Κοίταξε μακριά στο κενό… Και δάκρυσε …


-Αύριο πάλι, έγνεψε με τα κλαδιά της η κερασιά.
-Αύριο πάλι, έγνεψε μ’ ολόχρυσα γράμματα τ’ αστέρι στον ουρανό.
-Ξέρεις, είπε μια νύχτα το δέντρο, από τότε που σε περιμένω να φανείς στο γέρμα του ορίζοντα, οι νύχτες μου γέμισαν φως.


ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ